εξωσωματικός

εξωσωματικός
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται έξω από το σώμα
2. φρ. «εξωσωματική κυκλοφορία» — προσωρινή, τεχνητή παράπλευρη κυκλοφορία τού αίματος κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιμοκάθαρση — Είδος καθαρισμού του αίματος, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της νεφρικής ανεπάρκειας. Κατά τη διαδικασία της, το αίμα του ασθενούς διοχετεύεται σε ειδικό μηχάνημα, καθαρίζεται και επιστρέφει στο κυκλοφορικό σύστημα. * * * η Ιατρ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”